εὐκαταφρόνητος — easy to be despised masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκαταφρόνητος — η, ο αυτός που είναι άξιος καταφρόνιας, που δεν υπολογίζεται, ασήμαντος: Δεν είναι ευκαταφρόνητο το ποσό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐκαταφρονητότερον — εὐκαταφρόνητος easy to be despised adverbial comp εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc acc comp sg εὐκαταφρόνητος easy to be despised neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταφρονήτως — εὐκαταφρόνητος easy to be despised adverbial εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταφρόνητον — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem acc sg εὐκαταφρόνητος easy to be despised neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταφρονητότεροι — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταφρονήτοις — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταφρονήτου — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταφρονήτους — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταφρονήτων — εὐκαταφρόνητος easy to be despised masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)